- φωνηεντόληκτος
- η , ο [ος , ον ] оканчивающийся на гласный (о слове)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φωνηεντόληκτος — η, ο, Ν 1. γλωσσ. (για λέξη) αυτός τού οποίου το θέμα λήγει σε φωνήεν 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φωνηεντόληκτα (γλωσσ. γραμμ.) α) κατηγορία τών τριτόκλιτων ουσιαστικών τής Αρχαίας Ελληνικής τών οποίων το θέμα λήγει σε φωνήεν, δηλαδή έχει… … Dictionary of Greek
φωνηεντόληκτος — η, ο (για λέξεις), αυτός που καταλήγει σε φωνήεν: Φωνηεντόληκτα ρήματα (που έχουν χαρακτήρα φωνήεν) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)